ενοργάνωση

ενοργάνωση
η
η κατανομή τών μερών ενός μουσικού έργου στα απαραίτητα για την εκτέλεσή του μουσικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Ιnstrumentation, ιταλ. orchestrazione). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενοργάνωση — η (μουσ.) 1. η κατανομή των μερών μουσικού έργου στα διάφορα όργανα της ορχήστρας. 2. η τέχνη που διδάσκει τους νόμους και κανόνες αυτής της κατανομής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”